Υπηρεσίες ψυχολογικής στήριξης

Διγλωσσία και διαταραχές λόγου

By 4 Μαρτίου 20227 Ιουλίου, 2022No Comments
Διγλωσσία και διαταραχές λόγου 3

Διγλωσσία και διαταραχές λόγου – Διγλωσσία και διαταραχές λόγου – Διγλωσσία και διαταραχές λόγου

ΑΘΗΝΑ, ΜΑΡΤΙΟΣ 2022

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Κοντού Μαργαρίτα, Λογοθεραπεύτρια

Διγλωσσία και διαταραχές λόγου

Σύμφωνα με πολυσυζητημένες απόψεις (Appel&Muysken, 1987), τα παιδιά μαθαίνουν γρηγορότερα και καλύτερα μια δεύτερη γλώσσα από ότι οι ενήλικες. Τα παιδιά αφομοιώνουν μια δεύτερη γλώσσα λίγο πολύ χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια και μάλιστα σε αρκετά καλό επίπεδο. Γι’ αυτό και συχνά συστήνεται το γεγονός ότι τα παιδιά θα πρέπει να αρχίζουν να μαθαίνουν μια δεύτερη γλώσσα όσο το δυνατόν νωρίτερα.

Έρευνες όμως (Krashen ,1979) από τους Appel&Muysken, 1987 σ.94. έχουν δείξει ότι αυτή είναι μια αυθαίρετη αντίληψη και ότι τα μεγαλύτερα παιδιά και οι νεότεροι ενήλικοι μαθαίνουν πιο αποτελεσματικά μια δεύτερη γλώσσα λόγω της ικανότητας διανοητικής επεξεργασίας που διαθέτουν. Συνοψίζοντας τα αποτελέσματα από τις έρευνες αυτές καθώς και την ανάλυση του Singleton (στον Baker, 2001) προκύπτουν τα παρακάτω συμπεράσματα επί του θέματος:

(α) Γενικά, οι μικρότεροι μαθητές μιας δεύτερης γλώσσας δεν είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο επιδέξιοι και επιτυχημένοι από τους μεγαλύτερους μαθητές στην κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας.

Μεσολαβούν πολλοί άλλοι παράγοντες, οι οποίοι καθιστούν τις απλές δηλώσεις σχετικά με την ηλικία και τη γλωσσική εκμάθηση υπεραπλουστευτικές και αστήρικτες.

(β) Τα παιδιά που μαθαίνουν νωρίς μια δεύτερη γλώσσα έχουν την τάση να φτάνουν σε υψηλότερα επίπεδα επάρκειας από εκείνους που αρχίζουν μετά την παιδική ηλικία.

Ένα τέτοιο εύρημα δεν αντικρούει την ιδέα ότι μπορεί κάποιος να αποκτήσει επαρκή γνώση σε μια δεύτερη γλώσσα μετά την παιδική ηλικία.

Αυτή η τάση σχετίζεται μάλλον με το εκάστοτε κοινωνικό πλαίσιο πρόσκτησης και διατήρησης ή απώλειας της γλώσσας, καθώς επίσης και με την ψυχολογία της ατομικής μάθησης. Τα μικρότερα παιδιά φαίνεται πως αντιλαμβάνονται το φωνητικό σύστημα και τη γραμματική μιας νέας γλώσσας πιο εύκολα από τους ενήλικες.

(γ) Γενικά, δεν υπάρχουν ηλικιακές διαφορές στη διαδικασία της γλωσσικής εκμάθησης.

Οι μικρότεροι και οι μεγαλύτεροι μαθητές μιας δεύτερης γλώσσας επιδεικνύουν παρόμοια εξελικτική ακολουθία και σειρά.

(δ) Στο πλαίσιο της συστηματικής γλωσσικής εκμάθησης στην τάξη, οι μεγαλύτεροι μαθητές αρχικά μαθαίνουν πιο γρήγορα από τους μικρότερους. Εντούτοις, ο χρόνος έκθεσης (π.χ. τα χρόνια διδασκαλίας της δεύτερης γλώσσας) αποτελεί σημαντικό παράγοντα της επιτυχίας στη δεύτερη γλώσσα.

Όσα παιδιά αρχίζουν να μαθαίνουν μια δεύτερη γλώσσα στο δημοτικό και συνεχίζουν σε όλη τη διάρκεια των σχολικών τους χρόνων, επιδεικνύουν υψηλότερη επάρκεια από εκείνα που αρχίζουν αργότερα κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής τους. Εξακολουθεί βέβαια να ισχύει η πιθανότητα να φτάσουν και οι όψιμοι μαθητές σε πολύ υψηλά ποσοστά επάρκειας, ειδικά αν έχουν ισχυρά κίνητρα.

(ε) Όπου η δεύτερη γλώσσα χρησιμοποιείται στα σχολεία ως μέσο διδασκαλίας και όπου αυτή η γλώσσα είναι πλειονοτική και αντικαθιστά τη μειονοτική γλώσσα της οικογένειας, η πρώιμη χρήση της μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην εκπαίδευση και τη γλώσσα.

(στ) Δεν υπάρχουν καθοριστικές περίοδοι στην ανάπτυξη του παιδιού κατά την παιδική ηλικία ή την εφηβεία κατά τις οποίες πρέπει ή δεν πρέπει να εισάγεται μια δεύτερη γλώσσα στο σχολείο. Μια τέτοια περίοδος είχε προταθεί από τον Lenneberg το 1967  (Appel&Muysken, 1987) για την αφομοίωση της πρώτης και της δεύτερης γλώσσας.

Η καθορισμένη περίοδος συσχετιζόταν με την ιδιαιτερότητα των διαφορετικών λειτουργιών στα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου.

Ίσως όμως τελικά έχει επιβληθεί μια ευαίσθητη περίοδος για την αφομοίωση συγκεκριμένων ικανοτήτων σε μια δεύτερη γλώσσα, όπως η προφορά.

Τα παιδιά όχι μόνο αφομοιώνουν σε μικρή ηλικία μια δεύτερη γλώσσα αλλά είναι ικανά να αφομοιώσουν εξίσου καλά και τις δύο γλώσσες συγχρόνως, χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες.

Βέβαια, η επιρροή που ασκεί η μία γλώσσα απέναντι στην άλλη και η διάκριση μεταξύ των δύο γλωσσικών συστημάτων είναι ένα φαινόμενο που δεν πρέπει να παραγνωριστεί.

Σύμφωνα με έρευνες του Taeschner (στους Appel & Muysken, 1987), στο πρώτο επίπεδο εξέλιξης ενός δίγλωσσου παιδιού (ηλικίας περίπου 1-2 ετών) οι δύο γλώσσες αποτελούν ένα κοινό σύστημα.

Σε αυτό το επίπεδο, για κάθε αναφορά έχουν γενικότερα μία λέξη και την ισοδύναμή της στη δεύτερη γλώσσα τη θεωρούν συνώνυμη. Έτσι, καμιά φορά παρατηρείται το φαινόμενο να χρησιμοποιούν τις ισοδύναμες λέξεις μαζί, τη μία μετά την άλλη.

Ίσως τα δίγλωσσα παιδιά το κάνουν αυτό για να εξασφαλίσουν ότι το μήνυμά τους έχει κατανοηθεί.

Έχει επίσης αναφερθεί αυτή η στρατηγική και σε επόμενα στάδια εξέλιξης, σε μεγαλύτερα παιδιά. Ο Baker (2001) κάνει λόγο για εναλλαγή κωδίκων, εννοώντας τη χρήση εναλλάξ δύο ή και περισσότερων γλωσσών περισσότερο ή λιγότερο σκόπιμα. Οι Appel και Muysken (1987) αναφέρουν ότι συνήθως τα δίγλωσσα παιδιά ακολουθούν τις στρατηγικές των γονιών τους ή άλλων ατόμων που τα φροντίζουν και διαχωρίζουν τις στρατηγικές αυτές από άτομο σε άτομο. Οι σκοποί και οι στόχοι της εναλλαγής κωδίκων κατά τον Baker είναι ποικίλοι και αναφέρονται συνοπτικά παρακάτω.

Το δίγλωσσο άτομο αλλάζει κώδικα:

  • για να δώσει έμφαση σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο της συζήτησης,
  • για να αντικαταστήσει μια άγνωστη λέξη,
  • για να εκφραστεί μια έννοια που δεν έχει ισοδύναμη στη μία γλώσσα,
  • για να ενισχύσει μια παράκληση,
  • για να διευκρινίσει κάτι,
  • για να δηλώσει φιλικά συναισθήματα,
  • για να διηγηθεί μια προηγούμενη συζήτηση,
  • για να παρέμβει σε μία συζήτηση,
  • για να χαλαρώσει την ένταση και να προσδώσει χιούμορ,
  • για να αποστασιοποιηθεί κοινωνικά,
  • για να αποκλείσει κάποιους από τη συζήτηση,
  • για να αλλάξει στάση στη διάρκεια μιας συζήτησης και
  • για να αλλάξει θέμα συζήτησης.

Η έρευνα των Paradis και Navarro (2003) έδειξε ότι ένα δίγλωσσο παιδί (περίπου 2 ετών) ισπανικών και αγγλικών, στην ομιλία του επηρεάζεται από την αγγλική γλώσσα σε αντίθεση με τα ισπανόφωνα παιδιά της έρευνας, όχι τόσο σε διαγλωσσικές διαφοροποιήσεις όσο στις θεματικές συνειδητοποιήσεις.

Αυτό οι ερευνητές το απέδωσαν στο ποια γλώσσα έχει εισαχθεί πρώτη στο παιδί και όχι στην εσωτερική επαφή με τις δύο γλώσσες. Συχνά παρατηρείται και λεξική ανάμειξη στην ομιλία των δίγλωσσων παιδιών.

Υπάρχουν πολλές έρευνες  (Lindholm and Padilla, 1978, Saunders, 1982 και Jaroviski, 1979 -στους Appel&Muysken, 1987) που αποδεικνύουν αυτό το φαινόμενο, κατά το οποίο τα παιδιά δημιουργούν δικές τους λέξεις από τις δύο διαφορετικές γλώσσες.

Δηλαδή χρησιμοποιούν τη ρίζα μιας λέξης και προσθέτουν την κατάληξη από τη δεύτερη γλώσσα.

Τα παιδιά μεταφέρουν λεξικά αντικείμενα όταν δεν ξέρουν μια λέξη στη γλώσσα που μιλάνε ή όταν δε μπορούν να την επαναλάβουν. Επίσης λεξική μεταφορά παρατηρείται και όταν μία λέξη είναι φωνητικά πιο απλή στη μία γλώσσα από ότι στην άλλη.

Για παράδειγμα, η Elena Nikoladis (2003) με την έρευνά της υποστήριξε ότι τα δίγλωσσα παιδιά που μιλούν γαλλικά και αγγλικά κάνουν ρηματικούς συνδυασμούς των δύο γλωσσών που οφείλονται στη δυσκολία παραγωγής και όχι στην κατανόηση. Απέδειξε έτσι ότι η διαγλωσσική μεταφορά των δίγλωσσων παιδιών μπορεί να προβλεφθεί.

Λάθη στο συντακτικό δεν αναφέρονται ιδιαίτερα συχνά με βάση τις έρευνες του Saunders (στους Appel&Muysken, 1987). Ο ίδιος όμως κάνει λόγο για διαφοροποιήσεις στη σημασιολογία. Σε ό,τι αφορά τη σημασιολογική και εννοιολογική γνώση των δίγλωσσων μωρών τα αποτελέσματα της έρευνας των Holowka, Lapre και Petitto (2002) είναι αρκετά βοηθητικά.

Βιντεοσκόπησε έξι μωρά για μία ώρα σε ποσοστό πάνω από επτά φορές μέσα σε έναν χρόνο (ηλικίας από 0.7 έως 2.2 ετών). Τα τρία μάθαιναν γαλλικά και αγγλικά και τα άλλα τρία γαλλικά και LSQ. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι: τα μωρά αφομοίωσαν και τις δύο γλώσσες στο ίδιο χρονοδιάγραμμα με τα μονόγλωσσα και παρήγαγαν μεταφράσεις ισοδύναμες στα πρόωρα λεξικά τους.

Επίσης οι πρώτες λέξεις τους (σημάδια) σε κάθε γλώσσα, περιορίστηκαν ανάμεσα σε όρια, παρουσιάζοντας σχεδόν πλήρης σημασιολογική οργάνωση απεικονίζοντας πρώτα τις έννοιες των αγαπημένων τους πραγμάτων. Στην έρευνα φαίνεται επίσης, ξεκάθαρος ο λόγος για τον οποίο τα δίγλωσσα παιδιά συγχέουν τις δύο γλώσσες και αυτός είναι ότι δεν έχουν κατανοήσει τη διάκριση ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη γλώσσα.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Institutional Repository – Library & Information Centre – University of Thessaly 06/03/2017 15:14:46 EET – 85.75.55.144

 

Για το ΤΕΒΑ ΠΔΜ

Θέλετε να ενημερωθείτε για τις δράσεις μας;
Χρειάζεστε βοήθεια;